- ἀναπάλαι
- ἀναπάλᾱͅ , ἀναπάληdancefem dat sg (doric aeolic)ἀναπά̱λαῑ , ἀναπάλλωswing to and froaor opt act 3rd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναπάλη — η (Α ἀναπάλη) [πάλη] (αρχ. νεοελλ.) (στη φρ.) «αναπάλες χεριών», αρχ. «ἀναπάλαι χειρῶν», είδος γυμναστικής ασκήσεως αρχ. είδος χορού που οι κινήσεις του έμοιαζαν με γυμναστικές ασκήσεις … Dictionary of Greek